Γράφει ο Σωτήρης Δ. Κούτσικος, Αντιπρόεδρος του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας
Με αφορμή τη φετινή γουρνοχαρά στη γενέτειρά μου την Πορτίτσα ο νους μου ταξίδεψε πολλά χρόνια πίσω σε μια χριστουγεννιάτικη μέρα που έμεινε ανεξίτηλα γραμμένη στο νου και στην καρδιά μου.
«Ήταν ανήμερα των Χριστουγέννων, 55 χρόνια πίσω. Το χιόνι κόντευε να φτάσει το ένα μέτρο και συνέχιζε να ρίχνει. Το κρύο τσουχτερό μα οι καρδιές μας ζεστές και η λαχτάρα μεγάλη. Φίλοι, αδέλφια και συγγενείς ανταμώναμε. «Χρόνια πολλά», «καλά Χριστούγεννα» ήταν οι ευχές που αντάλλαζαν μεταξύ τουςαλλά και αληθινά χαμόγελα όλο ζεστασιά.Τέτοιες μέρες αναπολώ τις όμορφες οικογενειακές στιγμές και ιδιαίτερα μια ξεχωριστή βραδιά που έζησα. Ξημέρωμα Χριστουγέννων. Μια οικογένεια αποτελούμενη από τα επτά αδέρφια και τους δυο γονείς, τον ζεστό τραχανά τσιγαριστό με λίπα και με μπόλικες μπουκίτσες ψωμιού μέσα. Έχουμε πάρει όλοι θέσεις μέσα σε μια κάμαρα, δεξιά και αριστερά στα κρεβάτια, στα περβάζια των παραθύρων με τον τραχανά στην καραβάνα, στο κλειδοπίνακο, στην κατσαρόλα, στο τηγάνι. Τα μάτια μας στραμμένα προς τα έξω.Βλέπαμε το χιόνι να πέφτει, τα σπουργίτια να τριγυρνούν για να κουρνιάσουν κάπου ή για να βρουν κάποιο ψίχουλο να τσιμπολογήσουν, τα σκυλιά να γαβγίζουν και τον κοκκινολαίμη να χτυπά με τη μύτη του το παράθυρο.
Και ξαφνικά το μάτι μου πέφτει σε κάποιον που κατεβαίνει το καλντερίμι. Φορά ένα σκούρο καπέλο, τα γένια του είναι κρυσταλλωμένα, τα ρούχα του μισοχαλασμένα. Ρακένδυτος· κάτι κρατάει στα χέρια του. Ανοίγει την αυλόπορτα. Είναι ο Φώτης ο Σιαφάκας με το γραμμόφωνό του. Βάζει το χωνί στη θέση του, το κουρντίζει, βάζει την πλάκα και μια μελωδία χριστουγεννιάτικη φτάνει στ’ αυτιά μας. «Καλήν ημέρα, άρχοντες, αν είναι ορισμός σας/ Χριστού τη θεία γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας». Η πλάκα τελείωσε και η βελόνα εξακολουθούσε να γρατζουνάει. Η χριστουγεννιάτικη μέρα και το παρακλητικό ύφος του μιλούσε από μόνο του. Σε λίγο ακούω και τη φωνή του: «Δεν ζητάω πολλά. Λίγο ψωμάκι και λίγο από κρέας». Το ανήμπορο αυτό γεροντάκι, που κάποτε ήταν νέος με όνειρα για τη ζωή,έφτασε ως την πόρτα μας. Λυπήθηκα πολύ εκείνο το βράδυ, αλλά χάρηκα πολύ με τη γενναιοδωρία των γονιών μου.
Στο νου μου ήρθε ξαφνικά η μέρα της γουρνοχαράς. Στο σφάξιμο και το συγύρισμα του γουρουνιού, στα καζάνια όπου έλιωναν τη λίπα και στα λουκάνικα που τα κρεμούσαν στην αστρέχα κατάματα στον ήλιο, για να στεγνώσουν και στη βασανιστική αναμονή μας μέχρι τα Φώτα που θα ερχόταν ο παπάς να τα φωτίσει, για ν΄αρχίσουμε να δοκιμάζουμε κανένα κομματάκι, να «καλοσκαιρίσουμε». «Τα φώτα, τα φώτα πότε θα έρθουν, πατέρα;». Βγαίνει στο μπαλκόνι ο μικρότερος γιος, θα ήταν 3-4 χρονών, και βλέπει τα φώτα της Καρδίτσας αναμμένα. Χαρούμενος μπαίνει μέσα φωνάζοντας: «Πατέρα, πατέρα, άναψαν τα φώτα στην Καρδίτσα, θα φάμε λουκάνικο;». Ο πατέρας μου, παρά τη σκληρότητα που είχε, λόγω των δύσκολων εποχών, εκείνο το βράδυ μας χάρισε το πιο πλατύ του χαμόγελο!».
Οι ευχές και το γλέντι της φετινής γουρνοχαράς διέκοψαν ξαφνικά το όμορφο ταξίδι μου στα περασμένα. Νιώθω όμως την ανάγκη να συγχαρώ τους διοργανωτές για την αναβίωση του ετήσιου αυτού ανταμώματος, που πραγματοποιείται ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια. Έτσι δίνουν την ευκαιρία στους ξενιτεμένους συγχωριανούς μας ν’ ανταμώσουν με τους δικούς τους και τους φίλους, να γλεντήσουν, να γευτούν το ωραίο χοιροσφάι που σερβίρεται και να αναστοχαστούν τα περασμένα. Ανοιχτός ο χώρος της Πορτίτσας, ανοιχτές και οι καρδιές των κατοίκων της.
Καλές γιορτές, καλή Πρωτοχρονιά!
Σωτήρης Δ. Κούτσικος
Αντιπρόεδρος του Κέντρου Ιστορικής και Λαογραφικής Έρευνας «Ο ΑΠΟΛΛΩΝ» Καρδίτσας
Γουρνοχαρά στην Πορτίτσα Καρδίτσας - Μνήμες από το παρελθόν
Tools
Typography
- Font Size
- Default
- Reading Mode